- συνθηματώδης
- συνθηματώδηςsymbolicalmasc/fem acc pl (attic epic doric)συνθηματώδηςsymbolicalmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)συνθηματώδηςsymbolicalmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνθηματώδης — ῶδες, ΜΑ [σύνθημα, ατος] αυτός που περιέχει σύμβολα, σχήματα ή αντικείμενα με τα οποία υποδηλώνονται κατά συνθήκη ορισμένες έννοιες … Dictionary of Greek